φωτίκι

φωτίκι
φωτίκι το
белая крестильная одежда, см. εμφώτιο

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φωτίκι" в других словарях:

  • φωτίκι — το 1. το σεντόνι με το οποίο τυλίγουν το νεοβάφτιστο βρέφος αμέσως μετά την τέλεση του βαφτίσματος, το λαδόπανο. 2. στον πληθ., φωτίκια τα βαφτιστικά ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμφώτιον — ἐμφώτιον, το (Μ) λευκό ιμάτιο που φορούσαν οι βαπτιζομενοι (φωτιζόμενοι) μετά τη βάπτιση, κν. φωτίκι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»